- φοινικίους
- φοινίκιοςpalmmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινικιοῦς — palm masc acc pl (attic epic) φοινικιοῦς palm masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικιούς — –οῡσσα, οῡν, Α 1. αυτός που έχει πορφυρό, χρώμα, φοινίκεος* (Ι) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικιοῡν (στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε έτσι από το πορφυρό χρώμα τών τοίχων τής πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε μέχρι το 150 περίπου μ.Χ.… … Dictionary of Greek
φοινικιᾶς — φοινικιοῦς palm fem acc pl (attic) φοινικιᾶ̱ς , φοινικιοῦς palm fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικιοῦ — φοινικιοῦς palm masc/neut gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικιᾶ — φοινικιᾶ̱ , φοινικιοῦς palm neut nom/voc/acc pl (attic) φοινικιοῦς palm neut nom/voc/acc pl (attic) φοινικιοῦς palm fem nom/voc/acc dual (attic) φοινικιᾶ̱ , φοινικιοῦς palm fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικιοῦν — φοινικίζω imitate the Phoenicians fut part act masc voc sg (attic epic doric) φοινικίζω imitate the Phoenicians fut part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) φοινικιοῦς palm masc acc sg (attic epic) φοινικιοῦς palm neut nom/voc/acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκειούς — γλαυκειοῡς ᾱ, οῡν (Α) αυτός που έχει γλαυκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το ιμάτιο, τον χιτώνα. Για τον σχηματισμό τής λ. πρβλ. βατραχειούς, φοινικιούς, επίθετα επίσης δηλωτικά χρωμάτων] … Dictionary of Greek
φοινικιοῖ — φοινικίζω imitate the Phoenicians fut opt act 3rd sg (attic epic doric) φοινικιοῦς palm masc nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)